- χρυσοέθειρ
- χρῡσο-έθειρ, ρος, ὁ, ἡ,A with golden hair, Archil.121; voc.
χρυσοέθειρε IG12(5).893.3
(Tenos, restored); fem. -έθειρᾰ in Max.95.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσοέθειρε IG12(5).893.3
(Tenos, restored); fem. -έθειρᾰ in Max.95.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσοέθειρος — και χρυσοέθειρ, ειρος, ὁ, ἡ, θηλ. και χρυσοέθειρα, Α χρυσομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + έθειρος / έθειρ (< ἔθειραι «χαίτη, κόμη, μαλλιά»), πρβλ. ὀρθο έθειρος, ὀξυ έθειρ] … Dictionary of Greek